- μαυριδερός
- -ή, -όβλ. μαυρειδερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαυριδερός — ή, ό μελαχρινός, μελαψός: Οι Άραβες είναι μαυριδεροί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαυρειδερός — και μαυριδερός, ή, ό (Μ μαυριδερός, ή, όν) μελαχρινός, με σκούρο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + κατάλ. ειδερός (< ειδής*). Η κατάλ. ιδερός είναι άλλη μορφή τής κατάλ. ειδερός, που είναι η ορθή (πρβλ. ασπρ ιδερός)] … Dictionary of Greek
μανιτάρια — Κοινή ονομασία του υπέργειου, ογκώδους, γενικά μαλακού και σαρκώδους καρποσώματος ή σποριοφόρου σώματος πολλών ανώτερων μυκήτων, το οποίο παράγεται από ένα πλούσια διακλαδιζόμενο μυκήλιο που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους των δασών… … Dictionary of Greek
ανα- — (I) (< πρόθ. ἀνά) στις διαλέκτους στις οποίες ισχύει η αποκοπή τών προθέσεων (Αιολική, δυτ. διάλεκτοι, Αρκαδική), ο τ. ἀνα εμφανίζεται με τη μορφή ἀν . Με αφομοίωση προς το σύμφωνο που ακολουθεί μπορούν να προκύψουν οι παραλλαγές ἀλ , ἀμ , ἀγ … Dictionary of Greek
καρατζάς — I Επώνυμο φαναριώτικης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας διακρίθηκαν ως αξιωματούχοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το όνομα Κ. –που στα τουρκικά σημαίνει μαυριδερός– αναφέρθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 15ου… … Dictionary of Greek
νερόφιδο — Οφίδιο, όχι ιοβόλο, της οικογένειας των Κολουβριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι natrix tessellata. Ο χαρακτηρισμός tessellata = ψηφιδωτό του δόθηκε για τις πολυάριθμες καφέ βούλες, που βρίσκονται, στη ραχιαία περιοχή και στα πλευρά του… … Dictionary of Greek
περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… … Dictionary of Greek
σπάρτο — (spartium). Θάμνος της οικογένειας των Λεγκουμινωδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), πάρα πολύ κοινός στην Ελλάδα, σε εδάφη ξηρά, ασβεστούχα ή πετρώδη. Επιστημονική ονομασία: σπάρτιο το βρουλόμορφο. Έχει βλαστούς βρουλόμορφους, πράσινους, που μαζί με… … Dictionary of Greek
ασπριδερός — ασπριδερός, ή, ό και ασπρουδερός, ή, ό αυτός που έχει χρώμα το οποίο κλίνει προς το άσπρο (αντίθ. μαυριδερός): Για το γάλα της είχε μια κατσικούλα ασπρουδερή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελανωπός — ή, ό μελαχρινός, μαυριδερός: Έχει μελανωπό δέρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)